бренчать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бренчать - translation to πορτογαλικά


бренчать      
tinir ; (наигрывать) dedilhar
chanfalhar      
бренчать
zangarrear      
бренчать (на гитаре), фальшивить (в пении)

Ορισμός

БРЕНЧАТЬ
1. тихо позванить, звякать.
Бренчат шпоры. Б. ключами.
2. (разг.) неумело или небрежно играть на музыкальном инструменте.
Б. на гитаре.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бренчать
1. Бренчать браслетами Чисто дамский отпор осенним сумеркам — декорировать открытые места.
2. Пассажиры тут же стали горланить песни и бренчать на гитаре.
3. Владимир КЛИЧКО, чемпион мира по боксу среди профессионалов: - Я немного умею бренчать на гитаре.
4. Сразу хочется читать стихи и бренчать на гитаре возле костра под проливным дождем...
5. И говорит, типа, мочить тоже уметь надо, а не только рулады бренчать.